ἐντιμοτάταις

ἐντιμοτάταις
ἐντῑμοτάταις , ἔντιμος
in honour
fem dat superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συγκαταλέγω — ΝΜΑ [καταλέγω] κατατάσσω κάποιον ή κάτι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «συγκαταλέγεται μεταξύ τών απορριφθέντων» β. «τῷ Ῥωμαϊκῷ στρατεύματι συγκατειλεγμένοι», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ 2. εκλέγω μαζί με άλλον («καὶ τήμερον ταῑς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”